«Η γνώση είναι το μάτι που φυλάει, που ερευνά, που συγκρίνει, που σκέφτεται, που περιμένει, που αρπάζει το φως, που προσθέτει στους περασμένους αιώνες το βάρος των καινούριων και υπομονετικός φρουρός του χρόνου αποσπά ένα-ένα απ’ το σύμπαν τα αιώνια μυστικά του....» Ανρί Λακορντέρ

Η ζωή μέσα στο βιβλίο

7/9/10

Η βιβλιοθήκη της μονής της Παναγίας Σουμελά στον Πόντο


Kοντά στο σπήλαιο κτίστηκε το 1860 ένας πανοραμικός τετραώροφος ξενώνας 72 δωματίων και άλλοι λειτουργικοί χώροι για τις ανάγκες των προσκυνητών, καθώς και βιβλιοθήκη.
Πολύτιμα έγγραφα και πολλά αρχαία χειρόγραφα φυλάγονταν στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού, μέχρι τον ξεριζωμό.Πολύτιμα έγγραφα και πολλά αρχαία χειρόγραφα φυλάγονταν στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού, μέχρι τον ξεριζωμό. Από την πλούσια Βιβλιοθήκη της Συμελά σώζονται μόνο δύο χρυσόβουλα που βρίσκονται σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ με αρχαία χειρόγραφα
Οπως όλα τα σπουδαία μοναστήρια του Μεσαίωνα, έτσι και η τραπεζουντιακή μονή του όρους Μελά διέθετε μια σημαντικότατη βιβλιοθήκη, όπου φυλάσσονταν πολύτιμα έγγραφα, πολλά αρχαία χειρόγραφα και σπουδαία χρυσόβουλα. Χαρακτηριστικό είναι πως στη Βιβλιοθήκη της μονής Σουμελά εντόπισε το 1868 ο ερευνητής Σάββας Ιωαννίδης το πρώτο ελληνικό χειρόγραφο του Διγενή Ακρίτα.
Περιγραφικό κατάλογο των χειρογράφων, όσων είχαν διασωθεί μέχρι τότε από τις διάφορες πυρκαγιές και τις επιδρομές βαρβάρων και ληστών, συνέταξε ο ιστοριοδίφης Αθανάσιος Παπαδόπουλος–Κεραμεύς το 1884. Οπως αναφέρει ο Ακύλας Μήλλας στο βιβλίο του «Τραπεζούς: Στα ίχνη των Μεγάλων Κομνηνών», εκείνη την εποχή, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Παπαδόπουλος-Κεραμεύς καταγράφει 84 χειρόγραφα στην βιβλιοθήκη της Σουμελά, εκ των οποίων τα 66 φυλάσσονται σήμερα στην Αγκυρα, σε ιδιαίτερη αίθουσα του Μουσείου Πολιτισμού της Ανατολής μαζί με περίπου 150 έντυπα βιβλία.
Μετά την έξοδο των Ελλήνων του Πόντου και την εγκατάλειψη της Μονής, μέρος των χειρογράφων που διασώθηκε μεταφέρθηκε στην Αγκυρα και αποθηκεύτηκε αρχικά στα υπόγεια του επί της Ακροπόλεως Μουσείου κι αργότερα σε ειδικά διαρρυθμισμένη αίθουσα. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν έξι μεμβράνινα Τετραευαγγέλια του 12ου-14ου αιώνα, τα οποία είναι δύσκολο να ταυτιστούν με τις παλιές καταγραφές.
Σώζεται επίσης το χάρτινο ευαγγέλιο του 17ου αιώνα, που είχε καταγράψει ο Ματθαίος Παρανίκας. Σε αυτό το ευαγγέλιο υπάρχει ενθύμηση ότι: «ετελειώθη εν τη εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου της Μαγουλιωτίσσης εν τη Κωνσταντινουπόλει εν έτει από Χριστού 1668, μηνί Ιουλίω 28, ημέρα Τρίτη και ώρα οκτώ, δια χειρός Ευθυμίου ιερομόναχου και πρωτοσυγκέλλου της Μεγάλης Εκκλησίας οικεία χειρός μοι γραφέντος».
Οι 66 χειρόγραφοι κώδικες της μονής που εκτίθενται σήμερα στο Μουσείο Πολιτισμού της Ανατολής, στην Αγκυρα, ερευνήθηκαν και καταγράφηκαν από τον καθηγητή P. Moraux.
ΑΓΝΩΣΤΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ στην Αγία Σοφία
Πολλά άλλα χειρόγραφα, όπως επίσης λειψανοθήκες, εικόνες, άμφια αρχιερέων και διακόνων, σκεύη, εξαπτέρυγο, ευαγγέλια, σταυροί, πετραχήλια, μήτρες και διάφορα κειμήλια της Μονής Σουμελά, 40-50 τον αριθμό -λένε όσοι τα έχουν δει- βρίσκονται σήμερα στο μουσείο της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με κειμήλια από άλλα μοναστήρια του Πόντου. Ορισμένα από αυτά τα αντικείμενα είχαν κρύψει οι μοναχοί κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών σε διάφορες κρύπτες του μοναστηριού, τις οποίες στη συνέχεια ανακάλυψαν οι Τούρκοι. Τα κατασχεθέντα αυτά αντικείμενα λέγεται πως είχαν αρχικά μεταφερθεί σε μουσειακή αποθήκη στην Ακρόπολη της Αγκυρας και στη συνέχεια, γύρω στο 1960, παραδόθηκαν προς φύλαξη στο Μουσείο της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης.
Ο ορθοπεδικός χειρούργος Ακύλας Μήλλας, Κωνσταντινουπολίτης στην καταγωγή, ήταν από τους πρώτους που είδαν αυτά τα «χαμένα» κειμήλια, όταν έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, λόγω της φιλίας που τον συνέδεε με τον τότε βοηθό διευθυντή του μουσείου της Αγίας Σοφίας, Σινασί Μπασεγκμέζ (Sinasi Basegmez), ο οποίος είχε αναλάβει την καταγραφή τους. «Πρόκειται για πλήθος αντικειμένων και κειμηλίων όχι μόνο από τη Μονή Σουμελά αλλά και από αρμένικα μοναστήρια του Πόντου όπως και από μονές Συροχαλδαίων», εξηγεί ο Ακύλας Μήλλας. Τα αντικείμενα αυτά δεν είναι προσβάσιμα στο κοινό του Μουσείο. «Βρίσκονται στην αίθουσα των πάλαι ποτέ Κατηχουμένων, η είσοδος της οποίας είναι στον γυναικωνίτη της Αγίας Σοφίας», προσθέτει ο κ. Μήλλας. Όπως αναφέρει και στο βιβλίο του, αυτός μαζί με τον Δημήτρη Χαβιαρόπουλο ήταν από τους πρώτους που είδαν και αναγνώρισαν στο καταχωρημένο υπ. αριθμόν 12901 «φερμάνι», ένα αγνοούμενο μέχρι τότε χρυσόβουλο του Αλεξίου Γ' του Μεγάλου Κομνηνού, υπέρ της Μονής Σουμελά, που χρονολογείται στο 1364 μ.Χ.
«Το χειρόγραφο ήταν επικολλημένο με αλευρόκολλα σε ένα φθαρμένο ύφασμα», περιγράφει ο κ. Μήλλας. «Με μεγάλη προσοχή και πολλή προσπάθεια το ξεκολλήσαμε μαζί με τον Σινασί Μπασεγκμέζ κι αμέσως κατέστη φανερό πως το χρυσόβουλο είχε στο παρελθόν σκιστεί κι αποτελούνταν πλέον από δυο κομμάτια. Το επάνω τμήμα, με τις αυτοκρατορικές παραστάσεις είναι σαφώς αντίγραφο και πολύ μεταγενέστερο, αλλά τα υπόλοιπα τρία μέτρα του χρυσόβουλου λόγου, με το κείμενο και την υπογραφή του Αλέξιου με κιννάβαρι είναι αυθεντικά. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία γι' αυτό. Το πρωτόγραμμα διακρίνεται δυο φορές, ενώ ακόμη και το χαρτί είναι διαφορετικό», σημειώνει ο κ. Μήλλας. Ισως, συμπληρώνει ο ίδιος, οι αυθεντικές μικρογραφίες να είχαν την ίδια τύχη με ορισμένα Τετραευαγγέλια της Μονής από τα οποία είχαν αφαιρεθεί από επιτήδειους οι απεικονίσεις των ευαγγελιστών.
Στον χρυσόβουλο λόγο είναι καταφανής ο σεβασμός του αυτοκράτορα προς τη Θεοτόκο, την οποία αποκαλεί «οχύρωμα αρραγές, τάφρον και πόλιν απολιόρκητον, όπλον κατ εχθρού πληκτικόν και φρούριον ανάλωτον κατά των πολεμίων», διατάσσει δε όπως «ώσιν ακαταπίεστα και αδούλωτα» τα κτήματα τα αφιερωθέντα παρά των προκατόχων του «αοιδίμων και μακαριστών βασιλέων» του πατέρα του, κυρ Βασίλειου του Μεγάλου Κομνηνού, καθώς και «εκείνου του προπάππου αοιδίμου, κυρ Ιωάννου του Μεγάλου Κομνηνού και της αοιδίμου Δεσποίνης της προμάμμης κυράς Ευδοκίας Παλαιολογίνας, της Πορφυρογέννητου». Επίσης ανανεώνει τα προνόμια και την φορολογική ατέλεια της Μονής. Ο Αλέξιος ο Γ' ήταν άλλωστε ένας από τους μεγαλύτερους ευεργέτες της Σουμελά, καθώς λέγεται πως η Παναγία τον έσωσε από βέβαιο ναυάγιο και πνιγμό.
Το περιώνυμο αυτό χρυσόβουλο, που υπογράφεται παρά «Αλεξίου του εν Χριστώ τω Θεώ πιστού Βασιλέως και Αυτοκράτορος πάσης ανατολής, Ιβήρων και Περατείας, του Μεγάλου Κομνηνού», δημοσίευσε πρώτος ο Φαλμεράγιερ ως αυθεντικό. Σύμφωνα με τον Αυστριακό περιηγητή και ιστοριοδίφη, το συγκεκριμένο χρυσόβουλο ήταν το μοναδικό που είχε απομείνει όταν εκείνος επισκέφθηκε τη Σουμελά, από τα πολλά σιγίλια και χειρόγραφα των Κομνηνών. Μια μεγάλη πυρκαγιά είχε κατακάψει το ιστορικό συγκρότημα και μαζί το αρχειοφυλάκιο της Μονής 70 χρόνια πριν ο Φαλμεράγιερ περάσει την πύλη του μεγάλου καστρομονάστηρου. Από τότε το συγκεκριμένο χρυσόβουλο οι μοναχοί το φύλαγαν ως κόρην οφθαλμού ασφαλισμένο σε σιδερένιο κιβώτιο.
Ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος και ο Τραπεζούντιος λόγιος Επαμεινώνδας Κυριακίδης αμφισβητούν τη γνησιότητα του και το θεωρούν αντίγραφο, καθώς όπως λέει ο Χρύσανθος «κατά την εξωτερικήν αυτού όψιν και λαμπρότητα και κατά την κομψότητα της μορφής, πολύ υπολείπετο έτερου χρυσόβουλου του αυτού Αθω ιερά μονή του Αγίου Διονυσίου». Και μπορεί να είναι το κείμενο γραμμένο σε περγαμηνοειδές χαρτί, αλλά οι απεικονίσεις του Αλεξίου και της αυτοκράτειρας Θεοδώρας υπολείπονται σε σύγκριση με τα χρυσόβουλα της μονής αγίου Διονυσίου. Οι μορφές έχουν ύψος μόνο έξι δάχτυλα, φέρουν απλό κόκκινο ένδυμα και διάδημα κατώτερης τάξης και ποιότητας, ενώ δεν έχουν φωτοστέφανο στο κεφάλι τους. Παρά τα ωραία χαρακτηριστικά των προσώπων και τα αδαμάντινα σκουλαρίκια της αυτοκράτειρας, δεν υπάρχουν τα αυτοκρατορικά εμβλήματα ούτε η εικόνα του Σωτήρος ούτε τα ειλητάρια (περγαμηνές με εκκλησιαστικές ακολουθίες) στα χέρια των αυτοκρατόρων, στοιχεία που χαρακτηρίζουν το χρυσόβουλο της μονής του Αγίου Διονυσίου. Επίσης λείπουν οι χρυσές βούλες που επικυρώνουν σαν σφραγίδα τα γραφόμενα. «Ηταν επόμενο μέσα στις τόσες συλήσεις, εμπρησμούς και καταστροφές που είχε υποστεί η μονή να χαθεί η αυτοκρατορική βούλα», σημειώνει ο Ακύλας Μήλλας. Ο Τραπεζούντας Χρύσανθος, όμως, υποστηρίζει πως πρόκειται περί αντιγράφου και πως το πρωτότυπο είχε καεί «μετά των λοιπών χρυσόβουλων κατά τας επανειλημμένος πυρκαϊας της μονής».
Οταν υπήρχε ακόμη το πρωτότυπο -λέει ο Χρύσανθος- οι μοναχοί χρησιμοποιούσαν το αντίγραφο στις περιοδείες τους για να συλλέξουν τον οβολό των Χριστιανών, εξ ου και η μεγάλη φθορά του χειρογράφου, που αποδίδεται από τον Φαλμεράγιερ στην ολιγωρία και έλλειψη παιδείας των μοναχών. Οταν το πρωτότυπο χάθηκε, οι μοναχοί διαφύλατταν πλέον το μοναδικό αντίγραφο του πολύτιμου εγγράφου με μεγάλη προσοχή.
Εκτός όμως από τα χειρόγραφα -μεταξύ των οποίων και οθωμανικά φιρμάνια, αφού τα κεκτημένα της μονής, τη μεγάλη της περιουσία και την απαλλαγή από τους φόρους είχαν διατηρήσει οι Οθωμανοί κατακτητές μετά το 1461- στην απρόσιτη αίθουσα της Αγίας Σοφίας φυλάσσονται πλείστα κειμήλια της Σουμελά, τα οποία όμως φαίνεται πως δεν έχουν ακόμη επισταμένα μελετηθεί. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει η βαρύτιμη, αργυρή θήκη του σταυρού του Μανουήλ Κομνηνού, ο οποίος βρίσκεται στο Βέρμιο, όπως επίσης και διάφορα ευαγγέλια - αφιερώματα στην Παναγία με αργυρές ή χρυσές επενδύσεις. Ενα μάλιστα από αυτά φυλάσσεται σήμερα στην βιβλιοθήκη της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, καθώς είναι σπάνιο μεμβράνινο τετραευαγγέλιο που ανάγεται στο τέλος του 12ου αιώνα.
Τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα αντικείμενα που βρίσκονται σήμερα στην κλειστή αίθουσα της Αγίας Σοφίας φέρουν επιγραφές στα ελληνικά, όπως ένα ευαγγέλιο με στάχωση δερμάτινη, παλαιότερη του 1.700, καλυμμένη με πλούσια αργυρή επένδυση και διακοσμημένη με ημιπολύτιμους λίθους αφιέρωμα στην Παναγία «υπό Ιωάσαφ και Γρηγορίου», όπως αναφέρεται σε αφιερωτική γραφή στην μπροστινή όψη της στάχωσης. «Η έφιππος απεικόνιση Αγίου Γεωργίου Δρακοντοκτόνου, σφυρηλατημένη σε χαλκό, κοσμεί την μπροστινή όψη ενός από τα εννέα ευαγγέλια» που είχε εντοπίσει το 1965 ο Ακύλας Μήλλας, ανάμεσα στην πληθώρα των κειμηλίων του Πόντου που ήρθαν από την Άγκυρα. Ενα άλλο ευαγγέλιο από αυτά που πρόλαβε να μελετήσει ο Κωνσταντινουπολίτης γιατρός και ιστοριοδίφης ήταν επενδυμένο με αργυρή στάχωση (εξώφυλλα) με δαπάνη Ιωάννου Τραπεζουντίου «αφιερωθήτω της πανάχραντου σεβασμίω μοναστηρίω του Σουμελά, 1730».
Ο ίδιος σημειώνει πως ανάμεσα στα «χαμένα» κειμήλια της Σουμελά, ξεχωρίζουν επίσης πολλά λειτουργικά άμφια, όπως ένα ωράριο, τέσσερα επιμανίκια, πέντε πετραχήλια, ένα ωμοφόριο, ένα ρωσικό επανωκαλύμμαυχον κοσμημένο με μαργαριτάρια, μια ποδέα, αλλά και ένα λάβαρο εξαιρετικής τέχνης που απεικονίζει την Κοίμηση της Θεοτόκου με σχετική επιγραφή και χρονολογία 1678. Στο ωράριο ήταν κεντημένο το όνομα της κεντήτριας Ευδοκίας της Σινωπιαίας και χρονολογία 1682. Το ένα από τα πέντε πετραχήλια - που περιγράφει ο κ. Μήλλας - φέρει ωραία χρυσοκέντητη απεικόνιση του Αγίου Λαυρεντίου, που αποδίδεται στο χέρι του Κωνσταντίνου του Σινωπέου, ενώ αφιερώθηκε στη Μονή «από τη δούλη του Θεού Αναστασία και του γιου της Κανάκη».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου